- πολυθεϊστής
- ο, θηλ. πολυθεΐστρια, η, Ναυτός που πιστεύει σε περισσότερους από έναν θεούς, οπαδός τού πολυθεϊσμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheiste (βλ. πολυθεϊσμός). Η λ. στον πληθ., οἱ πολυθεϊσταί, μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Ν. Βαλέτα].
Dictionary of Greek. 2013.